- αγάνωτος
- -η, -ο (Α ἀγάνωτος, -ον) [γανώνω](για σκεύη χάλκινα και γενικά μεταλλικά) αυτός που δεν επαλείφθηκε με κασσίτερο, ο μη γανωμένος, ακασσιτέρωτος(νεοελλ. φρ.) «μούτρα αγάνωτα», δηλ. άνθρωπος αναιδής, ξετσίπωτος«τενεκές αγάνωτος», για τον αγροίκο και τον αμόρφωτο άνθρωπο.
Dictionary of Greek. 2013.